χιονόγευστος

χιονόγευστος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει γεύση χιονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + -γευστος (< γεύομαι), πρβλ. εύ-γευστος, ηδύ-γευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”